Κριτική: Έξοδος

Τιμή batsioulas.gr:  11.42EUR
Τιμή καταλόγου:  12.68EUR
Αριστείδης Καβάγιας  
To Λευτέρη Σακκά , το νέο πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα από το Περιστέρι Αττικής, δεν τον γνώριζα. Γνωριστήκαμε μέσα από μια μαγική λέξη για μας τους Μεσολογγίτες, τη λέξη ΕΞΟΔΟΣ, που είναι και ο τίτλος του ιστορικού του μυθιστορήματος. Για μας και για τον ίδιο το συγγραφέα όπως αποδεικνύεται από τα γραφόμενα, η λέξη Έξοδος σημαίνει πόνος, σημαίνει ανεπανάληπτα τραγικά γεγονότα, σημαίνει αξιοπρέπεια, σημαίνει αγάπη κι ελπίδα, σημαίνει ελευθερία και πίστη στις αξίες, σημαίνει παιδεία και πολιτισμός, σημαίνει Μεσολόγγι. Ο ήρωάς του, ο Μανόλης, είναι ο αγωνιστής των πολιορκιών και της Εξόδου, που τυφλώθηκε τη νύχτα του χαλασμού, επέζησε και τώρα, στα μέσα του 1871, ρουφάει με τα αυτιά του τις ειρηνικές στιγμές που ζει στο Γαλαξίδι, μια ναυτική πολιτεία, που μοιάζει με το Μεσολόγγι. Εξάλλου κι ο ποιητής Κωστής Παλαμάς μας είπε: Ήρθες με μια κουρσάρικη γαλέρα ταμπούρι έψαχνες νά ‘βρεις και χωσιά. Λημέριασες εδώ να μελετήσεις καινούρια κούρσα κι άλλα φονικά. Άρα το Γαλαξίδι δεν είναι τυχαία κατοικία για το Μανόλη, που αποφασίζει να διηγηθεί σε πρώτο πρόσωπο στο φίλο του Δημητρό τα χρόνια που έζησε στο Μεσολόγγι. Όλη του η ζωή ήταν μια μεγάλη περιπέτεια και οι εικόνες που ξετυλίγονται μπροστά μας διαβάζοντας το μυθιστόρημα του Λευτέρη Σακκά αποτελούν μια κινηματογραφική ταινία σε ρυθμούς αλλιώτικους που αποτυπώνουν το δράμα και το μεγαλείο της μικρής μας πόλης. Ειλικρινά ένιωσα βαθιά συγκίνηση όταν άρχισα το διάβασμα και οφείλω να συγχαρώ το συγγραφέα που μας δίνει τόσο ανάγλυφα όλα τα ιστορικά γεγονότα με μια δυναμική κι ένα ρεαλισμό πρωτόγνωρο και σε κάνει να θέλεις να φτάσεις όσο γίνεται πιο γρήγορα στο τέλος, να δεις τι απέγιναν τα πρόσωπα που δέθηκαν με τον κεντρικό ήρωα του μυθιστορήματος. Πολύ μικρός ο Μανόλης χάνει τους γονείς του και βλέπει με τα παιδικά μάτια της ψυχής του τη σκηνή του φονικού των γονιών του από τους εχθρούς της πατρίδας μας. Μόνος κι έρημος φεύγει από το χωριό του για να γνωρίσει τυχαία το Γιάννη Γούναρη από την Άρτα, που έσωσε το Μεσολόγγι και την Ελλάδα κατά την Α΄ πολιορκία του Μεσολογγίου. Ο Γούναρης τον παίρνει στο σπιτικό του και γίνεται θετός του γιος. Κι από κει πάλι τυχαία γνωρίζει το Θανάση Ραζηκότσικα μετά τη νίκη των Ελλήνων τα Χριστούγεννα του 1822 στις όχθες του αφρισμένου ποταμού Αχελώου και μπαίνει στο Μεσολόγγι. Όπως διηγείται ο ίδιος τα τρία χρόνια (1822-1825) που βρίσκεται στο Μεσολόγγι σε ηλικία 14 ετών, ήταν χρόνια ευτυχισμένα. Κι εδώ μας μιλάει για τη ζωή στην πόλη, για την τάφρο, για όσα έμαθε που έγιναν στην Α΄ πολιορκία, για τους φιλέλληνες, το Λόρδο Βύρωνα, το Φινλανδό Σασς, που τον σκότωσαν οι Σουλιώτες, για τη διχόνοια και γενικά για τα όσα καθημερινά συνέβαιναν. Με ξεχωριστό τρόπο μιλάει για το Μάρκο Μπότσαρη, που έσκισε το δίπλωμα της αρχιστρατηγίας, για τη μάχη στο Κεφαλόβρυσο και τον ηρωικό θάνατο του παλικαριού, που κηδεύεται μέσα σε γενικό πένθος στο Μεσολόγγι. Στα 1825 είναι πια 17 ετών παλικάρι. Ο Ραζηκότσικας τον έχει υπό την προστασία του. Βοηθάει στην επιδιόρθωση του τείχους υπό τις οδηγίες του οχυροματοποιού Μιχαήλ Κοκκίνη κι ερωτεύεται την Κατερίνα, την κόρη της Αλεφάντως. Η ζωή στην πόλη συνεχίζεται με τις χαρές και τις λύπες της. Σε μια μυστική αποστολή κατ’ εντολή του Ραζηκότσικα έρχεται μαζί με το γιο του Χρήστου Καψάλη, τον Πάνο και το φίλο του Δημητρό στην Αγία Ελεούσα. Τους υποδέχεται ο καλόγερος Γιάννης Γούναρης, που στην αρχή δεν τον αναγνωρίζει. Ένα μικρό σημάδι στην παλάμη του και κυρίως το γαλάζιο μαντίλι του καλόγερου με κεντημένο το γράμμα Γ στην άκρη κάνουν το Μανόλη να γνωρίσει το θετό του πατέρα. Στιγμές συγκινητικές. Ο καλόγερος τους πληροφορεί ότι οι Τούρκοι κατεβαίνουν με προορισμό το Μεσολόγγι και δίνει στο Μανόλη τα άρματά του, που είχε σε ένα μπαούλο, μια πιστόλα με ξύλινη σκαλισμένη λαβή κι ένα γιαταγάνι, που μικρός το έβλεπε κρεμασμένο στο τζάκι του σπιτιού, στην Άρτα. Αποχωρίστηκαν και ο καλόγερος του ζήτησε να πάρει εκδίκηση για τη δεύτερη οικογένειά του, που ο Ομέρ Βρυώνης βασάνισε και σκότωσε στην Άρτα. Τον Απρίλη του 1825 φτάνει έξω από το Μεσολόγγι ο Κιουταχής. Μέσα στην πόλη η ζωή αλλάζει. Τη χαρά διαδέχεται η λύπη. Την όμορφη ανθρώπινη ζωή ο πόλεμος. Οι ανθρώπινες στιγμές λιγοστές. Όλοι κάνουν το καθήκον τους. Όλοι παλεύουν. Κι ο Ελβετός φιλέλληνας Ιωάννης Ιάκωβος Μάγερ κάνει τον πόλεμο της γνώσης. Εκδίδει την εφημερίδα «Ελληνικά Χρονικά» και γίνεται έτσι για το Μεσολόγγι ο Πολύβιος της ιστορίας του και για την Ελλάδα ο πατέρας της δημοσιογραφίας. Το Δεκέμβρη του ιδίου έτους φτάνει κι ο Ιμπραήμ. Πολύ ζωντανή η περιγραφή της σκηνής της συνάντησης Κιουταχή – Ιμπραήμ, που ονομάζει περιφρονητικά το Μεσολόγγι, Φράχτη. Όλα τα επί μέρους ιστορικά γεγονότα ξετυλίγονται μπροστά μας. Η σκηνή με το θηριώδη Αιγύπτιο Γιουσούφ που κάθε μέρα ύψωνε τη σημαία σε ένα κοντάρι ανάμεσα στο στρατόπεδό τους και στο μικρό τείχος, προσευχόταν και έβριζε τους Έλληνες ξεπερνά τα όρια του ρεαλισμού. Ο Μανόλης θεωρώντας και πολύ σωστά τα λόγια του Αιγυπτίου προσβλητικά οδηγείται σε μια αποκοτιά. Αποφασίζει να τον σκοτώσει. Κι η πάλη μεταξύ τους είναι σε περιγραφή φανταστική. Αλλά επιστρέφοντας τραυματίζεται στο πίσω μέρος του αριστερού γόνατου, που μολύνεται και πέφτει στο κρεβάτι για πολλές μέρες. Τα γεγονότα της πολυήμερης θεραπείας του φέρνουν στη σκέψη μας το ανεπανάληπτο διήγημα του Κωστή Παλαμά «Ο θάνατος του παλικαριού» με διαφορετικό όμως τέλος. Ο Μανόλης γίνεται καλά, για να ζήσει την τραγική ιστορία του Μεσολογγίου. Κι ακολουθεί η πείνα, ο πιο φοβερός εχθρός. Οι προτάσεις των Τουρκοαιγυπτίων για παράδοση απορρίπτονται. Το νερό των διψασμένων αποτελεί άλλη μια σκηνή στις τόσες πολλές που ξετυλίγονται μπροστά μας. Βοήθεια δε φαίνεται. Η αντιπροσωπεία που στάλθηκε στο Ναύπλιο με το Σπυρομίλιο, το Βέικο και το Ζέρβα βρήκε εκεί δύο Ελλάδες, όπως γράφει ο συγγραφέας. Αυτή της ψυχής και η άλλη των χαρτιών και των συμφερόντων. Αξίζει νομίζω στο σημείο αυτό να διαβάσουμε ακριβώς τις σκέψεις του Μανόλη, όπως τις διατυπώνει ο συγγραφέας στο κεφάλαιο «Εκκλήσεις» : «Μα ποτέ δε θα καταλάβω αυτό που μάθαμε όταν γύρισαν πίσω, αυτό που κάποιοι στο Μοριά έλεγαν για το δύστυχο Μεσολόγγι, ότι δηλαδή και να πέφταμε εμείς, δε θα έπεφτε η Ελλάδα! Δύσμοιρα ανθρωπάκια, δούλοι της εξουσίας και των τίτλων, κουβαλητές των συμφερόντων που κάποτε θα σας ραγίζουν την πλάτη από το βάρος τους. Την ώρα που εσείς μας πουλούσατε με την αδιαφορία σας για να γίνετε αρχηγοί ή πρίγκιπες, εμείς είχαμε κατακτήσει τον τίτλο που μας έπρεπε…Έλληνες!» Στο κεφάλαιο «Τα πάθη» οι σκηνές της πείνας είναι συγκλονιστικές. Έφαγαν πρώτα όλα τα καθαρά ζώα κι ύστερα σειρά είχαν τα ακάθαρτα. Η Λάμπραινα τρέφει τη φαμίλια της με το κρέας του μικρού παιδιού της, που άφησε το μάταιο τούτο κόσμο. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ζουν και την τραγική σκηνή με το παλούκωμα των δικών τους ανθρώπων που πιάστηκαν από τους Τούρκους αιχμάλωτοι. Στην πρόταση ή αυτοί ή το Μεσολόγγι, προτίμησαν το ακριβό τους Μεσολόγγι. Ο κλοιός σφίγγει. Τα νησάκια το ένα μετά το άλλο πέφτουν. Έρχεται η νικηφόρα μάχη της Κλείσοβας στις 25 Μαρτίου 1826,αλλά η πόλη βαδίζει προς τη θυσία. Κι ύστερα παίρνουν όλοι μαζί τη μεγάλη απόφαση. Να βγουν. Να κάνουν την ηρωική τους Έξοδο Σάββατο του Λαζάρου ξημερώνοντας Κυριακή των Βαΐων. Το απόγευμα του Σαββάτου ο ήρωάς μας, ο Μανόλης, μέσα στο σπίτι και μπροστά στα εικονίσματα παντρεύεται την Κατερίνα με τις ευλογίες του παπα-Διαμαντή. Κι αποχωρίζονται, για να μην ξαναϊδωθούν. Και βγαίνουν. Κι αγωνίζονται. Και παλεύουν. Και δίνουν μεγάλη μάχη στου Κότσικα τ’ αμπέλι κι από κει τραβούν για να ζήσουν ελεύθεροι. Κι βλέπουν το αστραπόκαμα από το σπίτι του γερο- Καψάλη και από τον Ανεμόμυλο που τον ανατίναξε ο Δεσπότης Ρωγών Ιωσήφ. Ο Μανόλης σώζεται αφού τρώει μια σπαθιά στα μάτια και τυφλώνεται. Ο φίλος του ο Δημητρός, τον βοηθάει και γλιτώνει από του χάρου τα δόντια. Ενώ ο άλλος φίλος του ο Πάνος σκοτώνεται. Όταν φτάνουν στα Σάλωνα μαθαίνουν πως σώθηκαν πάνω κάτω χίλιες τριακόσιες ψυχές από τις τετραπλάσιες που βγήκανε. Και κλείνει ο συγγραφέας με το σχήμα του κύκλου το μυθιστόρημά του. Είναι ένας όμορφος λογοτεχνικός τρόπος να μας ξαναφέρει εκεί από όπου ξεκίνησε, στα 1871 και στο Γαλαξίδι, όπου ήρθε ένας νεαρός υπάλληλος να μοιράσει στους αγωνιστές της Επανάστασης γη. Κι εκεί ο Μανόλης, ο τυφλός αγωνιστής και ήρωας, διαπιστώνει ότι ο σκαλιστός ξύλινος σταυρός που φοράει στο στήθος του ο υπάλληλος, είναι αυτός που είχε σκαλίσει ο ίδιος και τον είχε χαρίσει στη γυναίκα του. Ο σταυρός αυτός που του έλειπε από το όνομα της γυναίκας του ένα Άλφα, ήταν στο στήθος του παιδιού του. Σκηνές ανθρώπινες, σκηνές συγκλονιστικές, περιστατικά που δεν τα συναντάς στα βιβλία της ιστορίας. Καλή δουλειά! Τον ευχαριστούμε , τον συγχαίρουμε και του ευχόμαστε νέες δημιουργίες. Να συγχαρούμε επίσης και τους εκδότες Νίκο και Στέργιο Μπατσιούλα για την επιτυχημένη εκδοτική εργασία. Προτείνουμε στη Δημοτική Αρχή κάθε χρόνο στις Γιορτές της Εξόδου να τιμούνται με τη σειρά οι συγγραφείς που έχουν γράψει για το Μεσολόγγι και κυρίως οι συγγραφείς που δεν είναι Μεσολογγίτες, οι οποίοι ας έχουν υπόψη τους ότι τα λόγια του αείμνηστου Λουκή Ακρίτα «Κάθε ελεύθερος άνθρωπος είναι δημότης Μεσολογγίου» αγκαλιάζουν όλους αυτούς που αγαπούν το Μεσολόγγι. Εισήγηση του Αριστείδη Ξ. Καβάγια, εκπαιδευτικού Για το βιβλίο του ΛΕΥΤΕΡΗ ΣΑΚΚΑ : «ΕΞΟΔΟΣ»
Ελευθεροτυπία 5/9/2008  
Πρώτο μυθιστόρημα, και δη ιστορικό, του συγγραφέα που βιοπορίζεται από την ψυχοκοινωνική αποκατάσταση. Μυθολογεί και μυθοπλάθει το Μεσολόγγι της Επανάστασης του '21, τη στιγμή της μεγάλης εξόδου και της μεγάλης θυσίας. Οι πεινασμένοι της πολιορκίας, χωρίς πολεμοφόδια και νερό, οι οποίοι άντεξαν, ζωντανεύουν σ' αυτές τις σελίδες, και όπως κινούνται, έρχονται προς τον αναγνώστη τον σημερινό, σαν εξαιρέσεις μιας παλιάς εποχής, μακρινής και ωστόσο τόσο κοντινής κι αξέχαστης. Παρουσιάζουν ο ΝΙΚΟΣ ΝΤΟΚΑΣ και ο ΒΑΣΙΛΗΣ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ
ΧΡΥΣΑ ΔΕΛΛΙΟΥ  
Ένα μεγάλο μπράβο στον κο Σακκά για τις στιγμές που μου χάρισε με αυτό το βιβλίο. Μαγικό ταξίδι στο Μεσολόγγι της εποχής. Εύχομαι κάθε επιτυχία!
Ν. Π.  
...Δύο σημεία του βιβλίου έχουν μείνει χαραγμένα στην μνήμη και την ψυχή μου. Το πρώτο είναι η φράση: «η ποσότητα των αμυνόμενων είναι πολλές φορές αντίστροφα ανάλογη με τα αποτελέσματα, όταν πρόκειται για Έλληνες». Μια φράση που έχει αποδειχθεί πολλάκις στην Ελληνική ιστορία. Το δεύτερο και πιο συνταρακτικό είναι η σκηνή κατά την οποία οι στρατιώτες του Ιμπραήμ εκτελούν μπροστά από τα τείχη της πόλης ομήρους ενώ μέσα από αυτά παρακολουθούν την εκτέλεση οι συγγενείς και φίλοι τους. Σε ερώτηση του Ραζή προς τον Δημητρό, αν πρέπει να θυσιαστούν 300 παλικάρια για την μηδαμινή πιθανότητα να σωθεί η γυναίκα του και οι υπόλοιποι όμηροι, ο Δημητρός απαντά με ένα ΟΧΙ το οποίο ένιωσα να αντηχεί γύρω μου. Το ότι σας το προτείνω να το διαβάσετε είναι αυτονόητο....
Αλεξάνδρα Μελετίδη  
Σε κάθε σελίδα γράφει κάτι το οποίο σε κάνει να θέλεις να διαβάσεις την επόμενη... Το ρούφηξα μέσα σε τέσσερις ώρες.
Νίκος Βλαχόπουλος  
Μόλις το τελείωσα. Με δυσκολία συγκράτησα τη συγκίνιση μου πολλές φορές. Ηπειρώτης στη γενιά, Μεσολογγίτης στην καρδιά.
Παρουσίαση 1 ως 6 (από 7 κριτικές) Αποτελέσματα:  1  2  [Επόμ. >>] 
Εισαγωγή Κριτικής:
Όνομα:
Επίθετο:
e-mail*:
Αξιολόγηση: Δεν μου αρέσει Μου αρέσει
Το e-mail σας δεν θα εμφανίζεται στις σελίδες μας και ζητείται για λόγους ασφαλείας.
Οι εκδόσεις Ν. & Σ. Μπατσιούλας δεν θα χρησιμοποιήσουν τα προσωπικά σας δεδομένα χωρίς την άδειά σας.
Για περισσότερα δείτε εδώ:  Προσωπικά δεδομένα